-
1 βαρύς
βᾰρύς, εῖα, ύ, poet. gen. pl. fem. βαρεῶν dub. in A.Eu. 932 (anap.): [comp] Comp. βαρύτερος, [comp] Sup. βαρύτατος:—A heavy in weight, β. ἀείρεσθαι, opp. κοῦφος, Hdt.4.150, cf. Pl.Tht. 152d, Arist.Cael. 310b25, etc.: in Hom. mostly with collat. notion of strength and force,χεῖρα βαρεῖαν Il.1.219
, cf. 89;ἀκμᾷ βαρύς Pi.I.4(3).51
;β. τὸ σῶμα App.Mac.14
; of athletes, Philostr.Gym.31; ὀφρύς bushy, ib.48; but also, heavy with age, infirmity or suffering, ;σὺν γήρᾳ Id.OT17
; ;ὑπὸ γήρως Ael.VH9.1
;ὑπὸ τῆς μέθης Plu.2.596a
; pregnant, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A. D.);β. βάσις
heavy, slow,S.
Tr. 966;τυπάδι βαρείᾳ Id.Fr. 844
. Adv.κοῦφον βαρέως Pl.Tht. 189d
.2 heavy to bear, grievous, ἄτη, ἔρις, κακότης, Il.2.111, 20.55, 10.72;Κλῶθες Od.7.197
;κῆρες Il.21.548
;β. κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι A.Ag. 206
(lyr.); βαρὺ or βαρέα στενάχειν sob heavily, Od.8.95, 534, Il.8.334, etc.: in Trag. and Prose, burdensome, grievous, oppressive, β. ξυμφορά, τύχαι, καταλλαγαί, etc., A.Pers. 1044 (lyr.), Th. 332 (lyr.), 767 (lyr.), etc.; ;ἀγγελία β. ἢν ἐν τοῖς βαρύτατ' ἂν ἐνέγκαιμι Pl.Cri. 43c
;πόλεμος D.18.241
;βαρὺ κοὐχὶ δίκαιον Id.21.66
; causing disgust,S.
Ph. 1330; αὐδά, ἠχώ, ib. 208 (lyr.), E.Hipp. 791; unwholesome,χωρίον X.Mem.3.6.12
;πλησμονή Id.Cyn.7.4
; indigestible, Ath.3.115e;β. νότος Paus.10.17.11
. Adv. -έως, φέρειν τι take a thing ill, suffer it impatiently, Hdt.5.19;β. φέρειν ἐπί τινι Plb.15.1.1
(but β. φέρειν bear with dignity, D.S.26.3); β. ἔχειν, c. part, Arist. Rh.Al. 1424b5; ; τοῖς λογίοις Arg.E.Heracl.: [comp] Comp.βαρυτέρως τινὶ ἐναντιωθῆναι LXX3 Ma.3.1
; βαρέως ἀκούειν hear with disgust, X.An.2.1.9.4 weighty, grave,ἐπιστολαί 2 Ep.Cor.10.10
;αἰτιώματα Act.Ap.25.7
;τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου Ev.Matt.23.23
; ample, .II of persons, severe, stern,β. ἐπιτιμητής A. Pr.77
; , cf. S.OT 546;Κύπρι βαρεῖα Theoc.1.100
; wearisome, troublesome, E.Supp. 894, Pl.Tht. 210c, etc.; , S.Fr. 753;γείτονες Plb.1.10.6
.2 overbearing,σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι Arist.Rh. 1391a27
(butσεμνὸς καὶ β. Str.14.1.42
);ὑπερήφανοι καὶ β. Plu.2.279c
; important, powerful,πόλις Plb.1.17.5
, etc.3 of soldiers, heavy-armed, X.Cyr.5.3.37 (s.v.l.); of the ([comp] Comp.);τὰ β. τῶν ὅπλων Plb.1.76.3
.III of impressions on the senses,1 of sound, strong, deep, bass, opp. to ὀξύς, Od.9.257, S.Ph. 208, Pl.Prt. 332c, Arist.EN 1125a14, etc.;βαρὺ ἀμβόασον A.Pers. 572
(lyr.); Aër.15; βαρύτατα ὑπακούειν, of diseases, Id.Prorrh.2.39;πενθεῖν Ael.VH12.1
; esp. of musical pitch, low, opp.ὀξύς, βαρυτάτη χορδή Pl.Phdr. 268e
; ἆχος, φωνά, Archyt. I, cf. Arist.EE 1235a28, Aristox.Harm.p.3 M.; of accent, grave,ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Pl. Cra. 399b
;ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Arist.Rh. 1403b30
, etc.: hence ἡ βαρεῖα (sc. προσῳδία) accentus gravis, D.T.630.1, etc.;β. τάσις D.H.Comp.11
, A.D.Synt.307.13;β. τόνος D.T.674.13
, cf.A.D.Pron. 36.5;β. συλλαβή
unaccented,Id.
Synt.100.8, al. Adv. with the accent thrown back,Id.
Pron.51.1, Ath.2.53b: [comp] Comp.-ύτερον, opp. ὀξύτερον ([etym.] ου) opp. οὗ), Arist.SE 178a3 (but, on a lower note, ).2 of smell, strong, offensive, Hdt.6.119. -
2 βαρυς
βᾰρεῖα, βαρύ1) тяжелый, тяжеловесный Her., Plat., Arst., Plut.2) тяжеловооруженный(δύναμις Plut.)
τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen., τὰ βαρέα τῶν ὅπλων Polyb. и τὰ ἐν βάρεσιν ὅπλοις Diod. — тяжеловооруженные войска3) отяжелевший, ослабевший(σὺν и ἐν γήρᾳ, νόσῳ Soph.; ὑπὸ τῆς μέθης Plut.)
πολλοῖσι β. ἐνιαυτοῖς Theocr. — удрученный старостью;β. ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. — с трудом передвигающий ноги4) сильный, мощный, грозный(χείρ Hom.; δύναμις Polyb. - ср. 1; πόλις Diod.)
5) тяжелый, тяжкий, тягостный, тж. жестокий(ὀδύναι Hom.; πένθος, νόσος Pind.; τύχαι Aesch.; μῆνις Soph.; πόλεμος Dem.)
6) невыносимый, несносный(τοῖς συνοῦσι Plat.; ἡλίου θάλπος Anth.; φρόνημα Plut.)
7) трудный, затруднительный(τινι Soph.)
8) опасный(χωρίον Xen.)
9) разгневанный, гневный(βαρὺν θυμὸν ἔχειν Theocr.)
10) тяжелый или резкий(ὀδμή Her. и ὀσμή Arst.)
11) низкий, глубокий, глухо звучащий(φθόγγος Hom.; χορδή Plat.)
; но тж. сильный, мощный(φωνή Arst.; βρύχημα λέοντος Anth.)
12) угрюмый, мрачный(βαρύτερος τὸ ἦθος ὤν Plut.)
13) степенный, серьезный, важный(σεμνὸς ἢ β. Arst.)
14) суровый, строгий(εὔθυνος Aesch.)
15) грам. тяжелыйβ. συλλαβή Plat. — слог, произносимый с понижением тона (accentus gravis) -
3 ἀλλοιόω
II [voice] Pass., [tense] fut.- ωθήσομαι Gal.UP8.6
, etc., but - ώσομαι ib.10.1:—become different, be changed, Hp.Vict.1.4, etc.;ἀλλοιοῦσθαι τὴν γνώμην Th.2.59
;τῇ ὄψει X.Cyn.9.4
; ἀλλοίωσιν ἀλλοιοῦσθαι undergo an alteration, Pl.Tht. 181d; rare in Poetry, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοιόω
-
4 μεθυω
(только praes. и impf.)1) быть пьяным, быть в опьянении(ὑπὸ τοῦ οἴνου Xen.; ἐκ τῆς μέθης Diod.; перен. ὑπό τῆς Ἀφροδίτης Xen.; τοῦ ἀκράτου τῆς ἐλευθερίας Plat.; τῷ μεγέθει τῶν πεπραγμένων Dem.)
2) быть смоченным, пропитанным(ἀλοιφῇ Hom.; ὄμβροισι Anth.)
πληγαῖς μεθύων Theocr. — ошеломленный ударами3) перен. упиваться(ἑκ τοῦ αἵματος NT.)
-
5 ατμός
ο1) пар; испарение; 2) πλ. перен. угар, дурман;υπό των ατμών της μέθης — под винными парами, во хмелю, в пьяном угаре;
παρασύρθηκε από τούς ατμούς της αλαζονείας — он стал жертвой своего высокомерия;
§ σκάφος υπ' ατμόν судно под парами;βρίσκομαι υπ' ατμόν быть готовым отправиться в путь -
6 μέθη
η1) опьянение, хмель (состояние);διατελών εν μέθη — будучи пьйныМ;
υπό το κράτος της μέθης — в состоянии опьянения;
2) перен. опьянение, экстаз, восторг;η μέθη της νίκης — опьянение победой
-
7 φιλονικία
φῐλονῑκ-ία, ἡ,A love of victory, rivalry, contentiousness, mostly in bad sense,φ. ἕνεκα τῆς αὐτίκα Th.1.41
, cf. 3.82;φ. ἀνόητος Democr.237
;φ. ἢ φιλοτιμίας ἕνεκα Pl.Lg. 860d
, cf. Alc.1.122c;ἐκ μέθης καὶ φιλονικίας Lys.3.43
;διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. Id.33.4
;εἰς πόλεμον καταστᾶσαι πρὸς ἀλλήλας καὶ φ. Isoc.12.158
;ἡ πρὸς ἀλλήλους ἔρις καὶ φ. D.9.14
, cf. Pl.Ti. 88a;ἀλλά τίς με φ. εἴληφεν πρὸς τὰ εἰρημένα Id.La. 194a
;ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. X.Cyr.8.7.12
;οὐ φιλονικίᾳ γε ἐρωτῶ Pl.Grg. 515b
;ἐάν τις φιλονικίᾳ κριθῇ.. δρᾶν, τεθνάτω Id.Lg. 938c
; εἰς τοσοῦτον φιλονικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν, ὥστε .. Id.Mx. 243b;ἐγένετο φ. ἐν αὐτοῖς τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων Ev.Luc.22.24
: pl.,φ. καὶ φιλοτιμίαι Pl.R. 548c
, cf. Ti. 90b, D.18.246;περὶ ὁπόσων ἂν ἐγγένωνται ἀνθρώποις φ. X.Cyr.2.1.22
;αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Isoc. 7.53
;φ. καὶ στάσεις Arist.Pol. 1308a31
.2 in good sense, competition, emulation, emulous eagerness,ἔστω τούτων.. κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Pl.Lg. 834c
;φ. αὐτοῖς ἔμβαλλε X.Cyr.7.1.18
; φιλονικίας ἐμποιεῖν περὶ τῶν καλῶν ἔργων ib.8.2.26;φ. ἐνέβαλε πρὸς ἀλλήλους τισί Id.Ages.2.8
; esp. in the games,πολλὴ φ. ἐγίγνετο X.An.4.8.27
, cf. Lac.4.2;διὰ φιλονικίαν Id.Hier.9.6
;τῶν ἐργατῶν φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φιλοτιμία Id.Oec.21.10
, cf. SIG685.12,36 (Magn. Mae., ii B. C., found in Crete).—On the form φιλονεικία, v. φιλόνικος fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλονικία
-
8 αλλοιοω
ἀλλοίωσίν τινα ἀλλοιοῦσθαι Plat. — претерпевать какое-л. изменение;
ἠλλοίωντο τὰς γνώμας Thuc. — у них переменилось настроение;ἀλλοιοῦσθαι τῇ ὄψει Xen. — принимать другой вид2) pass. меняться к худшему, ухудшаться, портиться Xen.τῷ προσώπῳ ἠλλοιωμένος Plut. — похудевший лицом, осунувшийся;
οὐδὲν ἠλλοιωμένος ὑπὸ τῶν συμβεβεκότων Polyb. — нисколько не изменившийся от (всего) происшедшего;ἠλλοιωμένος ὡπὸ τῆς μέθης Polyb. — опьяневший, пьяный -
9 μέθη
A strong drink, καλῶς ἔχειν μέθης to be pretty well drunk, Hdt.5.20;ὑπερπλησθεὶς μέθης S.OT 779
;μέθῃ βρεχθείς E.El. 326
;ἡ ἀπειρία τῆς μ. Antipho 4.3.2
;ἐσφαλμένος ὑπὸ μέθης Pl.R. 396d
; μανδραγόρᾳ ἢ μέθῃ συμποδίσαι τινά ib. 488c; μ. εὐώδης παλαιός fragrant old wine, Hp.Epid.7.82.II drunkenness,μ. αἰώνιος Pl.R. 363d
;πίνειν εἰς μέθην Id.Lg. 775b
; μέθῃ χρῆσθαι ib. 674a;διὰ μέθης ποιήσασθαι.. τὴν συνουσίαν Id.Smp. 176e
;κωμάζειν μετὰ μέθης Id.Lg. 637b
;τρεῖς εἶχεν προφάσεις, μέθην, ἔρωτα, ἄγνοιαν D.21.38
: pl., carousals, Democr.159, Pl.Lg. 682e; , cf. LXX Ju.13.15, Ep.Rom.13.13, etc.2 metaph.,ὑπὸ μέθης τοῦ φόβου ναυτιᾷ Pl.Lg. 639b
, cf. Metrod.Herc.831.18;μ. νηφαλίῳ κατασχεθεὶς ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες Ph.1.16
, cf.2.320. -
10 ἔχω
ἔχω (A), [ per.] 2sg. ἔχεισθα cj. in Thgn. 1316 ( ἔχοισθα cod.), ἔχῃσθα cj. in Sapph.21 ( ἔχεισθα cod.); [ per.] 2sg. subj.Aἔχῃσθα Il.19.180
: [tense] impf. εἶχον, [dialect] Ep.ἔχον Od.2.22
, al., [dialect] Ion. and poet.ἔχεσκον Il.13.257
, Hdt.6.12, Epigr.Gr.988.6 ([place name] Balbilla): [tense] fut. ἕξω, [dialect] Ep. inf.ἑξέμεναι Call.Aet.3.1.27
(of duration) or σχήσω (of momentary action, esp. in sense check, v. infr. A. 11.9, not found in [dialect] Att. Inscrr. or NT); [ per.] 2sg. codd.: [tense] aor. 1 ἔσχης α f.l.in Nonn.D.17.177, alsoἔσχα IG3.1363.6
, 14.1728, [ per.] 3pl. μετ-έσχαν ib.12(7).271.12 (Amorgos, iii A.D.): [tense] aor. 2 ἔσχον, imper. , E.Hipp. 1353 (anap.) ( σχέ only in Orac. ap. Sch.E.Ph. 638 (dub.l.), sts. in compds. in codd., as , ); subj.σχῶ Il.21.309
, etc.; opt.σχοίην Isoc. 1.45
, in compds. σχοῖμι (asμετάσχοιμι S.OC 1484
(lyr.),κατάσχοιμεν Th.6.11
); [ per.] 3pl.σχοίησαν Hyp.Eux.32
,σχοῖεν Th.6.33
; inf.σχεῖν Il. 16.520
, etc., [dialect] Ep.σχέμεν 8.254
(in Alexandr. Gr. [ per.] 3pl. [tense] impf. and [tense] aor. 2εἴχοσαν AP5.208
(Posidipp. or Asclep.), v.l. in Ev.Jo.15.22,ἔσχοσαν Scymn.695
): for the poet. form ἔσχεθον, v. Σχέθω: [tense] pf. , εἴσχηκα in Inscrr. of iii/i B.C., SIG679.54, etc.; [dialect] Ep. ὄχωκα is dub., v. συνόχωκα:—[voice] Med., [tense] impf.εἰχόμην Pi.P.4.244
, etc.: [tense] fut.ἕξομαι Il.9.102
, etc.; σχήσομαι ib. 235, Ar.Av. 1335, more freq. in compds. ( ἀνα-) A.Th. 252, ( παρα-) Lys.9.8, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. παρ-έσχημαι in med. sense, X.An.7.6.11, etc.: [tense] aor. 2ἐσχόμην Hom.
, Hdt.6.85, rare in [dialect] Att. exc. in compds.; imper.σχέο Il.21.379
,σχέσθε 22.416
, later σχοῦ in compds. ( ἀνά- ) E. lon947, etc.; inf.σχέσθαι Od.4.422
, Hes.Fr.79:—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. ἐν-έξομαι in pass. sense, E.Or. 516, D.51.11, laterσχεθήσομαι Gal.UP15.3
, freq. in compds. (συ- ) Phld.Ir.p.83 W., (ἐν- ) Plu.2.98 of, ( ἐπι-) S.E.P.1.186: [tense] aor. 1ἐσχέθην Arr.An.5.7.4
, 6.11.2, Aret.SA2.5, (κατ-, συν-) Plu.Sol. 21, Hp.Int. 45 vulg.: [tense] fut. [voice] Med. σχήσομαι in pass. sense, Il.9.235 (dub.), 655, 13.630: [tense] aor. 2 [voice] Med. in pass. sense,ἐσχόμην Il.17.696
, al., Hdt. 1.31 (σχέτο Il.7.248
, 21.345), part.σχόμενος Od.11.279
, prob. in Isoc.19.11, ( κατα-) Pi.P.1.10, Pl.Phdr. 244e, Parth.33.2 (s.v.l.): [tense] pf.ἔσχημαι Paus.4.21.2
; also in compds., freq. written - ίσχημαι, -ήσχημαι in codd. of late authors. (I.-E. seĝh- (cf. Skt. sáhate 'overpower', Goth. sigis 'victory', Gr. ἔχ- dissim. fr. ἔχ-), reduced form sĝh-(σχ-), whence redupl. ἴσχω ( = si-sĝh-o) (q.v.): cf. ἕκ-τωρ, ἕξω, ἕξις; but hέχ- IG12.374.161, al., is a mere error (ἔχ- ib.12.116.4, 16).)A Trans., have, hold:I possess, of property, the most common usage, Od.2.336, 16.386, etc.; οἵ τι ἔχοντες the propertied class, Hdt.6.22; ὁ ἔχων a wealthy man, S.Aj. 157 (anap.);οἱ ἔχοντες E.Alc.57
, Ar.Eq. 1295, Pl. 596; οἱ οὐκ ἔχοντες the poor, E.Supp. 240;κακὸν τὸ μὴ 'χειν Id.Ph. 405
; ἔχειν χρέα to have debts due to one, D. 36.41, cf. 37.12; to have received,θεῶν ἄπο κάλλος ἐ. h.Ven.77
;τι ἔκ τινος S.OC 1618
;παρά τινος Id.Aj. 663
;πρός τινος X.An.7.6.33
, etc.;ὑπὸ.. θεοῖσι h.Ap. 191
; πλέον, ἔλασσον ἔ.. (v. h. vv.): in [tense] aor., acquire, get, : also [tense] fut.σχήσω, δύναμιν Th.6.6
;λέχος E.Hel.30
, cf. Pi.P.9.116:—[voice] Pass., to be possessed,ἔντεα.. μετὰ Τρώεσσιν ἔχονται Il.18.130
, cf. 197.2 keep, have charge of,ἔχον πατρώϊα ἔργα Od. 2.22
;κῆπον 4.737
;Εἰλείθυιαι.. ὠδῖνας ἔχουσαι Il.11.271
;πύλαι.., ἃς ἔχον Ὧραι 5.749
, 8.393;τὰς ἀγέλας X.Cyr.7.3.7
; διαιτητῶν ἐχόντων τὰς δίκας having control of, D.47.45; to be engaged in, φυλακὰς ἔχον kept watch, Il.9.1, 471;σκοπιὴν ἔχεν Od.8.302
;ἀλαοσκοπιὴν εἶχε Il. 10.515
, 13.10; σκοπιὴν ἔ. τινός for a thing, Hdt.5.13;δυσμενῶν θήραν ἔχων S.Aj. 564
, etc.; ἐν χερσὶν ἔ. τι (v. χείρ).b metaph., of a patient, οὐκ ἔχει ἑωυτόν is not himself, Hp.Int.49.3 c. acc. loci, inhabit,οὐρανόν Il.21.267
;Ὄλυμπον 5.890
; haunt, [Νύμφαι] ἔχουσ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα Od.6.123
;Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον A.Eu.24
; esp. of tutelary gods and heroes, Th.2.74, X.Cyr.8.3.24; of men,πόλιν καὶ γαῖαν Od.6.177
, 195, etc.; Θήβας ἔσχον ( ἔσχεν codd.) ruled it, E.HF 4; ἔχεις γὰρ χῶρον occupiest it, S.OC37, cf. Od.23.46; in military sense, ἔ. τὸ δεξιόν (with or without κέρας) Th.3.107, X.An.2.1.15; of beasts,τὰ ὄρη ἔ. Id.Cyn.5.12
.4 have to wife or as husband (usu. without γυναῖκα, ἄνδρα), οὕνεκ' ἔχεις Ἑλένην καί σφιν γαμβρὸς Διός ἐσσι Od. 4.569
, cf.7.313, Il.3.53, etc.;ἔσχε ἄλλην ἀδελφεήν Hdt.3.31
, cf. Th.2.29;νυμφίον Call.Aet.3.1.27
; also of a lover, Th.6.54, AP5.185 (Posidipp.), etc.;ἔχω Λαΐδα, ἀλλ' οὐκ ἔχομαι Aristipp.
ap. D.L.2.75, cf. Ath. 12.544d:—in [voice] Pass.,τοῦ περ θυγάτηρ ἔχεθ' Ἕκτορι Il.6.398
.6 [tense] pres. part. with Verbs, almost, = with,ἤϊε ἔχων ταῦτα Hdt.3.128
, cf. 2.115;ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατόν Id.7.8
.δ', cf. X.Cyr.1.6.10.—Prose use.7 of Place, ἐπ' ἀριστερὰ ἔ. τι keep it on one's left, i.e. to keep to the right of it, Od.3.171;ἐπ' ἀριστερὰ χειρὸς ἔ. 5.277
; ἐν δεξιᾷ, ἐν ἀριστερᾷ ἔ., Th.3.106; τοὺς οἰκέτας ὑστάτους ἔ. X.Cyr.4.2.2: but in [tense] aor., get,περιπλώοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά Hdt.4.42
.8 of Habits, States, or Conditions, bodily or mental,γῆρας λυγρὸν ἔ Od.24.250
;ἀνεκτὸν ἔχει κακόν 20.83
;ἕλκος Il.16.517
;λύσσαν 9.305
;μάχην ἔ. 14.57
;ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔ. Od.24.515
; ὕβριν ἔ. indulge in.., 1.368, etc.; [ Ἀφροδίτην] 22.445; [φρένας] ἔ. Il.13.394
, etc.;βουλήν 2.344
;τλήμονα θυμόν 5.670
; , cf. Od.14.490 (for later senses of νοῦν ἔχειν, v. νοῦς); ἄλγεα Il.5.895
, etc.;ἄχεα θυμῷ 3.412
;πένθος μετὰ φρεσίν 24.105
;πένθος φρεσίν Od.7.219
;πόνον.. καὶ ὀϊζύν Il.13.2
, Od.8.529;οὐδὲν βίαιον Hdt.3.15
;πρήγματα ἔ. Id.7.147
, cf. Pl.Tht. 174b, etc.: in periphrastic phrases, ποθὴν ἔ. τινός, = ποθεῖν, Il.6.362; ἐπιδευὲς ἔ. τινός, = ἐπιδεύεσθαι, 19.180; ἔ. τέλος, = τελεῖσθαι, 18.378; κότον ἔ. τινί, = κοτεῖσθαι, 13.517;ἐπιθυμίαν τινός E.Andr. 1281
;φροντίδα τινός Id.Med. 1301
; ἡσυχίην ἔ. keep quiet, Hdt.2.45, etc. ([tense] fut.ἡσυχίαν ἕξειν D.47.29
, but οὐκ ἔσθ' ὅπως.. ἡ. σχήσει will not keep still for a moment, Id.1.14); αἰτίαν ἔ. to be accused, X.An.7.1.8;ὑπό τινος A.Eu.99
(but μομφὴν ἔ., = μέμφεσθαι, E.Or. 1069, A.Pr. 445): in [tense] aor., of entering upon a state, ἔσχεν χόλον conceived anger, B. 5.104; ἔχειν τι κατά τινος have something against somebody, Ev.Matt.5.23, Ev.Marc.11.25, Apoc.2.4;ἔχω τι πρός τινα Act.Ap.24.19
;ἔχειν πρός τινα 2 Ep.Cor.5.12
;ἕξει πρὸς τὸν Θεόν JRS14.85
([place name] Laodicea): —these phrases are freq. inverted,οὓς ἔχε γῆρας Il.18.515
;οὐδὲ Ποσειδάωνα γέλως ἔχε Od.8.344
;ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν 9.295
;θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il.4.79
;σ' αὔτως κλέος ἐσθλὸν ἔχει 17.143
;Διὸς αἴσῃ, ἥ μ' ἕξει παρὰ νηυσί 9.609
(unless the antecedent is τιμῆς in 1.608);ὥς σφεας ἡσυχίη τῆς πολιορκίης ἔσχε Hdt.6.135
;ὄφρα με βίος ἔχῃ S.El. 225
(lyr.): c. dupl. acc.,φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
; also of external objects,αἴθρη ἔχει κορυφήν Od.12.76
;μιν ἔχεν μένος ἠελίοιο 10.160
;σε οἶνος ἔχει φρένας 18.331
; ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, of a woman in travail, Il.11.269; λόγος ἔχει τινά c. inf., the story goes, that.., S.OC 1573 (lyr.); and so in later Gr., Plu.Dem.28, Ph. 1.331, Ael.VH3.14, NA5.42, Ath.13.592e;ὡς ἡ φάτις μιν ἔχει Hdt. 7.3
, cf. 5,26, 9.78 (but also ; [Κλεισθένης] λόγον ἔχει τὴν Πυθίην ἀναπεῖσαι Id.5.66
); ὡς ἂν λόγος ἔχῃ πρὸς ἀνθρώπους, ὅτι .. Plu.Alex.38:—[voice] Pass.,ἔχεσθαι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.8.182
;κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409
;ὀργῇ Hdt.1.141
;νούσῳ Hp.Epid.5.6
;ἀγρυπνίῃσι Hdt.3.129
;ὑπὸ πυρετοῦ Hp.Aph.4.34
;ὑπὸ τοῦ ὕδρωπος Id.Prorrh.2.6
,ἐν ἀπόρῳ Th.1.25
;ἐν συμφοραῖς Pl.R. 395e
.9 possess mentally, understand,ἵππων δμῆσιν Il.17.476
; ;πάντ' ἔχεις λόγον A. Ag. 582
, cf. E.Alc.51;ἔχετε τὸ πρᾶγμα S.Ph. 789
; ἔχεις τι; do you understand? Ar.Nu. 733: imper. ἔχε attend! listen! Pl.Alc.1.109b; ἔ. οὖν ib. 129b: with imper., ;ἔ. νυν, ἄλειψον Id.Eq. 490
; ἔχεις τοῦτο ἰσχυρῶς; Pl.Tht. 154a; know of a thing,μαντικῆς ὁδόν S.OT 311
; τινὰ σωτηρίαν; E.Or. 778 (troch.).10 keep up, maintain, καναχὴν ἔχε made a rattling noise, Il.16.105, 794; βοὴν ἔχον, of flutes and lyres, 18.495.11 involve, admit of, , cf. Th.1.5;βάσανον Lys.12.31
;ταῦτ' ἀπιστίαν, ταῦτ' ὀργὴν ἔχει D.10.44
; ἀγανάκτησιν, κατάμεμψιν, Th.2.41;τὰ ἀόρατα νοσήματα δυσχερεστέραν ἔχει τὴν θεραπείαν Onos. 1.15
.12 of Measure or Value,τὸ Δαμαρέτειον.. εἶχε Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα D.S.11.26
;ἔχει τὸ Εὐβοϊκὸν τάλαντον Ἀλεξανδρείους δραχμὰς ἑπτακισχιλίας App.Sic.2.2
;χοῖρος ἔχων τὸ ὕψος δύο καὶ ἡμίσους πήχεων Ptol.Euerg.9
.b Geom., ἡ ἔχουσα τὰ κέντρα the (straight line) containing the centres, Archim.Aequil.1.6; ὁ κύκλος ἔχων τὸ πολύγωνον the circle containing (circumscribing) the polygon, Id.Sph.Cyl.1.23.13 c. dupl.acc.,Ὀρφέα ἄνακτ' ἔχειν E.Hipp. 953
;Ζῆν' ἔχειν ἐπώμοτον S.Tr. 1188
;παιδιὰν ἔ. τὸν ἐκείνου θάνατον Seleuc.
Alex. ap. Ath.4.155e.II hold:1 hold, ἔ. χερσίν, ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, etc., v. χείρ; μετὰ γαμφηλῇσιν ἔ. Il.13.200; πρόσθεν ἔ. ἀσπίδα ib. 157; ὑψοῦ, πασάων ὑπέρ, ὄπιθεν κάρη ἔ., 6.509, Od.6.107, Il. 23.136; ἔ. τινί τι to hold it for him, as his helper, 9.209, 13.600; uphold,οὐρανὸν.. κεφαλῇ τε καὶ ἀκαμάτῃσι χέρεσσι Hes.Th. 517
, 746; ἔχει δέ τε κίονας of Atlas, Od.1.53;ἐπ' ὤμων πατέρα S.Fr.
373.2 hold fast, χειρὸς ἔχων Μενέλαον holding him by the hand, Il.4.154, cf. 16.763, 11.488 (v. infr. C.I); ἔ. τινὰ μέσον grip one by the middle, of wrestlers, Ar.Nu. 1047;ἔχομαι μέσος Id.Ach. 571
, cf. Eq. 388, Ra. 469: metaph., ἔ. φρεσί keep in one's mind, Il.2.33;νῷ ἔ. τινά Pl.Euthphr.2b
, cf. R. 490a.3 of arms and clothes, bear, wear,εἷμα δ' ἔχ' ἀμφ' ὤμοισι Il.18.538
, cf. 595;παρδαλέην ὤμοισιν ἔ. 3.17
;σάκος ὤμῳ 14.376
;κυνέην κεφαλῇ Od.24.231
;τάδε εἵματ' ἔχω 17.24
, cf. 573, etc.;στολὴν ἀμφὶ σῶμα E.Hel. 554
, cf. X.Cyr.1.4.26, etc.; πολιὰς ἔχω I am grey-haired, Aeschin.1.49: abs., as a category, Arist.Cat. 2a3.4 of a woman, to be pregnant, Hdt.5.41, Hp.Epid.4.21, Arist.Pol. 1335b18; in fullἐν γαστρὶ ἔ. Hdt.3.32
; alsoπρὸς ἑωυτῇ ἔχειν Hp.Epid.1.26
.ιγ.b παῖδα ἔσχεν she had, i.e. bore, a child, Nic.Dam.11 J.7 enclose,φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
;σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔ. 11.219
;τοὺς δ' ἄκραντος ἔχει νύξ A.Ch.65
(lyr.); of places, contain,θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1147
(lyr.), cf. X.Cyn.5.4; [τεῖχος] νῆας ἐντὸς ἔχον Il.12.8
;ὅσσους Κρήτη ἐντὸς ἔχει h.Ap.30
.8 hold or keep in a certain direction, ὀϊστὸν ἔχε aimed it, Il.23.871; more fullyχεῖράς τε καὶ ἔγχεα.. ἀντίον ἀλλήλων 5.569
; of horses or ships, guide, drive, steer, , cf. 11.760;φόβονδε 8.139
;τῇ ῥα.. ἔχον ἵππους 5.752
, etc.;παρὲξ ἔχε δίφρον Hes.Sc. 352
;ὅπῃ ἔσχες.. εὐεργέα νῆα Od.9.279
;παρὰ τὴν ἤπειρον ἔ. νέας Hdt.6.95
, etc.: abs., τῇ ῥ' ἔχε that way he held his course, Il.16.378, cf. 23.422; Πύλονδ' ἔχον I held on to Pylos, Od.3.182, cf. S.El. 720: metaph.,ἐπὶ ῥητορείαν ἔσχε Hsch.Mil.
(?)ap.Sch.Pl.R. 600c; also (esp. in [tense] fut. σχήσω, [tense] aor. 2 ἔσχον), put in, land,νέες ἔσχον ἐς τὴν Ἀργολίδα χώρην Hdt. 6.92
;σχεῖν πρὸς τὴν Σαλαμῖνα Id.8.40
; ἐς Φειάν, τῷ Δήλῳ, κατὰ τὸ Ποσειδώνιον, Th.2.25,3.29, 4.129;τάχ' οὖν τις ἄκων ἔσχε S.Ph. 305
; ποῖ σχήσειν δοκεῖς; Ar.Ra. 188; ἔχε.. ἀρὰν ἐπ' ἄλλοις point it against others, S.Ph. 1119 (lyr.); ὄμμ' ἔ. to turn or keep one's eye fixed, Id.Aj. 191 (lyr.);ἐπὶ ἔργῳ θυμὸν ἔ. Hes.Op. 445
;ἄλλοσ' ὄμμα θητέρᾳ δὲ νοῦν ἔ. S.Tr. 272
;τὸν δὲ νοῦν ἐκεῖσ' ἔχει E.Ph. 360
; δεῦρο νοῦν ἔχε attend to this, Id.Or. 1181; πρός τινα or πρός τι τὸν νοῦν ἔ., Th.3.22, 7.19; soπρός τινα τὴν γνώμην ἔ. Id.3.25
.9 hold in, stay, keep back,ἵππους Il.4.302
, 16.712; check, stop, [ τινα] 23.720, etc. ( σχήσω is usu. [tense] fut. in this sense, , cf. Il.11.820, Ar.Lys. 284, D.19.272, butἕξω Il.13.51
); χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος holding his hands, 18.33; but οὐ σχήσει χεῖρας will not stay his hands, Od.22.70; ἔ. [δάκρυον] 16.191; ἔ. ὀδύνας allay, assuage them, Il.11.848;ἔσχε κῦμα Od.5.451
;σιγῇ μῦθον 19.502
(soεἶχε σιγῇ καὶ ἔφραζε οὐδενί Hdt.9.93
);ἐν φρεσὶ μῦθον Od.15.445
; στόμα σῖγα, ἐν ἡσυχίᾳ, E.Hipp. 660, Fr.773.61 (lyr.); ; πόδα ἔξω or ἐκτός τινος ἔχειν, v. πούς:—[voice] Pass.,οὖρα σχεθέντα Aret.SA 2.5
.10 keep away from, c. gen.rei, τινὰ ἀγοράων, νεῶν, Il.2.275, 13.687; ; : c.inf.,ἦ τινα.. σχήσω ἀμυνέμεναι Il.17.182
; stop, hinder from doing,τοῦ μὴ καταδῦναι X. An.3.5.11
, cf. HG4.8.5;ἔσχον μὴ κτανεῖν E.Andr. 686
, cf. Hdt.1.158, etc.;μὴ οὐ τάδ' ἐξειπεῖν E.Hipp. 658
; ὥστε μή .. X.An.3.5.11;τὸ μὴ ἀδικεῖν A.Eu. 691
, cf. Hdt.5.101: also c. part.,ἔ. τινὰ βουθυτοῦντα S.OC 888
(troch.); .11 keep back, withhold a thing,ὅς οἱ χρήματα εἶχε βίῃ Od.15.231
, cf. D.30.14;Ἕκτορ' ἔχει.. οὐδ' ἀπέλυσεν Il.24.115
, cf. 136; αὐτὸς ἔχε pray keep it, a civil form of declining, E.Cyc. 270.13 with predicate, keep in a condition or place,εἶχον ἀτρέμας σφέας αὐτούς Hdt.9.54
, cf. 53, Ar.Th. 230;ἔ. ἑωυτοὺς κατ' οἴκους Hdt.3.79
;σαυτὸν ἐκποδών A.Pr. 346
, cf. X.Cyr.6.1.37;σῖγα νάπη φύλλ' εἶχε E.Ba. 1085
;τοὺς στρατιώτας πολὺν χρόνον πειθομένους ἔ. X.Cyr.7.2.11
.14 hold, consider,τινὰ θέᾳ ἰκέλαν Sapph. Supp.25.3
(dub.), cf. E.Supp. 164;τινὰ ὡς προφήτην Ev.Matt.14.5
;τινὰ ὅτι προφήτης ἦν Ev.Marc.11.32
;ἔχε με παρῃτημένον Ev.Luc.14.18
, cf.POxy.292.6 (i A.D.).III c.inf., have means or power to do, to be able, c. [tense] aor. inf., Il.7.217, 16.110, etc.: c. [tense] pres. inf., Od.18.364, etc.;πόλλ' ἂν λέγειν ἔχοιμι S.Ph. 1047
: sts. with inf. omitted or supplied from context, ἀλλ' οὔ πως ἔτι εἶχε he could not, Il.17.354; οἷά κ' ἔχωμεν so far as we be able, Od.15.281;ἐξ οἵων ἔχω S.El. 1379
;ὅσον εἶχες E.IA 1452
; .b have to face, be obliged,παθεῖν Porph. Chr.63
;εἰ ἕξω βλαβῆναι Astramps.Orac.p.5
H.;βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι Ev.Luc.12.50
.2 after Hom., οὐκ ἔχω, folld. by a dependent clause, I know not..,οὐκ εἶχον τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905
, cf. Isoc.12.130;οὐδ' ἔχω πῶς με χρὴ.. ἀφανίσαι S.OC 1710
;οὐκ ἔχων ὅ τι χρὴ λέγειν X.Cyr.1.4.24
;οὐκ ἔχω ποῖ πέσω S.Tr. 705
;ὅπως μολούμεθ' οὐκ ἔχω Id.OC 1743
; the two constructions combined,οὐ γὰρ εἴχομεν οὔτ' ἀντιφωνεῖν οὔθ' ὅπως.. πράξαιμεν Id.Ant. 270
.IV impers. c. acc., there is.. (as in Mod. Gr.),ἔχει δὲ φυλακτήριον πρὸς τὸ μή σε καταπεσεῖν PMag.Par.1.2505
, cf. 1262, 1840.B intrans., hold oneself, i.e. keep, so and so, ἔχον [οὕτως], ὥς τε τάλαντα γυνή (sc. ἔχει) kept balanced, like the scales which.., Il.12.433; ἕξω δ' ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος I will keep unmoved, as a stone.., Od.19.494, cf. Il.13.679, 24.27;νωλεμέως ἐχέμεν 5.492
; ἔγχος ἔχ' ἀτρέμας it kept still, 13.557; σχὲς οὗπερ εἶ keep where thou art, S.OC 1169;ἕξειν κατὰ χώραν Ar.Ra. 793
, cf. Hdt.6.42, X.Oec.10.10; διὰ φυλακῆς ἔχοντες to keep on their guard, Th.2.81; ἔχε ἠρέμα keep still, Pl.Cra. 399e, etc.; ἔχε δή stay now, Id.Prt. 349e, Grg. 460a, etc.;ἔχ' αὐτοῦ D.45.26
.64 with Preps., to be engaged or busy, (lyr.), X.An.5.2.26, etc.;περί τινας Id.HG7.4.28
.II simply, be,ἑκὰς εἶχον Od.12.435
;ἔ. κατ' οἴκους Hdt.6.39
;περὶ πολλῶν ἔ. πρηγμάτων Id.3.128
; ἀγῶνα διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχοντα consisting in.., Id.2.91;ἔ. ἐν ἀνάγκαισι E.Ba. 88
(lyr.);ὅπου συμφορᾶς ἔχεις Id.El. 238
;ἐκποδὼν ἔχειν Id.IT 1226
, etc.2 freq. with Advbs. of manner,εὖ ἔχει Od.24.245
, etc.; καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, it is, is going on well or ill, v. καλός, κακός (but [tense] fut. σχήσειν καλῶς will turn out well, D.1.9, cf. 18.45; ); οὕτως.. σχεῖν to turn out, happen thus, Pl.Ap. 39b; οὕτως ἔχει so the case stands, Ar.Pl. 110; οὕτως ἐχόντων, Lat. cum res ita se habeant, X.An.3.2.10;ὡς ὧδ' ἐχόντων S.Aj. 981
;οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν Id.Ant. 639
;οὕτως ἔ. περί τινος X.Mem.4.8.7
, cf. Hdt.6.16;πρός τι D. 9.45
;τῇδ' ἔ. S.Ph. 1336
;κοσμίως ἔ. Ar.Th. 854
;ἥδιον ἔ. πρός τινας D.9.63
; ὡς εἶχε just as he was, Hdt.1.114;ὥσπερ εἶχε Th.1.134
, X. HG4.1.30; ὡς ἔχω how I am, Ar.Lys. 610;ὥσπερ ἔχομεν Th.3.30
;τἀναντία εἶχεν D.9.41
; ἀσφαλέως, ἀναγκαίως ἔχει, = ἀσφαλές, ἀναγκαῖόν ἐστι, Hdt.1.86,9.27; καλῶς ἔχει no, I thank you, v. καλός.b c. gen. modi, εὖ ἔ. τινός to be well off for a thing, abound in it; καλῶς ἔ. μέθης to be well off for drink, i.e. to be pretty well drunk, Hdt. 5.20; σπόρου ἀνακῶς ἐ. to be busy with sowing, Id.8.109; εὖ ἐ. φρενῶν, σώματος, E.Hipp. 462, Pl.R. 404d;εὖ ὥρας ἔχον χωρίον Poll.5.108
; cf. ἥκω; so ὡς ποδῶν εἶχον as fast as they could go, Hdt.6.116, 9.59;ὡς τάχεος εἶχε ἕκαστος Id.8.107
;ὡς.. τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι Th.1.22
;ὡς ὀργῆς ἔχω S.OT 345
, cf. E.Hel. 313, 857, etc.; πῶς ἔχεις δόξης; Pl.R. 456d;οὕτω τρόπου ἔχεις X.Cyr.7.5.56
;μετρίως ἔ. βίου Hdt.1.32
;ὑγιεινῶς ἔ. αὐτὸς αὑτοῦ καὶ σωφρόνως Pl.R. 571d
;οὐκ εὖ σεαυτοῦ τυγχάνεις ἔχων Philem.4.11
: also c. acc.,εὖ ἔ. τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Pl.Grg. 464a
, cf. X.Oec.21.7: c. dat.,οὕτως ἐχόντων τούτων τῇ φύσει D.18.315
;πῶς ἔχετε ταῖς διανοίαις Lycurg.75
;τῇ λέξει κακῶς ἔ. Isoc.9.10
.3 lead towards,ὁδοὶ ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἔ. Hdt.1.180
, cf. 191, 2.17; ἔ. εἴς τι to be directed, point towards,ἔχθρης ἐχούσης ἐς Ἀθηναίους Id.5.81
; τὸ ἐς τοὺς Ἀργείους ἔχον what concerns them, Id.6.19; ταῦτα ἐς τὴν ἀπόστασιν ἔχοντα ib.2, etc.; of Place, extend, reach to,ἐπ' ὅσον ἔποψις τοῦ ἱροῦ εἶχε Id.1.64
.IV after Hom., ἔχω as auxiliary, c. [tense] aor. part. giving a perfect sense,κρύψαντες ἔχουσι Hes.Op.42
;ἀποκληΐσας ἔχεις Hdt.1.37
;ἐγκλῄσασ' ἔχει Ar.Ec. 355
, cf. Th. 706; freq. in S.,θαυμάσας ἔχω OC 1140
, cf. Ant.22, al.: also in late Prose,ἀναλώσας ἔχεις Aristid. Or.18(20).1
;ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει E.Med.33
: less freq. c. [tense] pf. part., S.OT 701, Ph. 600, X.An.1.3.14,4.7.1: rarely c. [tense] pres. part., (lyr.), cf. X.Cyn.10.11.2 part. ἔχων, with [tense] pres., adds a notion of duration to that of present action, τί κυπτάζεις ἔ.; why do you keep poking about there? Ar.Nu. 509; τί δῆτα διατρίβεις ἔ.; why then keep wasting time? Id.Ec. 1151; τί γὰρ ἕστηκ' ἔ.; ib. 853, cf. Th. 473, 852: without interrog., φλυαρεῖς ἔ., ἔ. φλυαρεῖς, you keep chattering, Pl.Grg. 490e, Euthd. 295c;κακοῦν ἔχοντ' αὐτὸν ἀποκτιννύναι D.23.35
(and so possiblyἐνεργεῖ ἔ. Arist.Metaph. 1072b23
);παίσδεις ἔ. Theoc.14.8
: so in later Prose,παίζεις ἔ. Luc. Icar.24
; but ῥιπτεῖς ἔ.; do you throw away the prize when it is in your grasp? Aristid.1.443 J.C [voice] Med., hold oneself fast, cling closely,τῷ προσφὺς ἐχόμην Od. 12.433
, cf. Il.1.513, etc.;πρὸς ἀλλήλῃσιν Od.5.329
: mostly c. gen., hold on by, cling to, [ πέτρης] ib. 429;χερσὶν ἀώτου 9.435
;βρετέων A. Th.98
(lyr.);ἑξόμεσθάσου Ar.Pl. 101
; τῆς πληγῆς ἔχ εται claps his hand on the place struck, D.4.40.2 metaph., cleave, cling to,ἔργου Hdt. 8.11
, X.HG7.2.19; (iii A.D.);τῶν πραγμάτων Jul. Or.1.19a
; βιοτᾶς, ἐλπίδος, E. Ion 491, Fr. 409;τῆς αὐτῆς γνώμης Th.1.140
; lay hold on, take advantage of,τῶν ἀγαθῶν ἔχεο Thgn.32
;προφάσιος ἔχεσθαι Hdt.6.94
; fasten upon, attack, D.18.79; lay claim to,ἀμφοτέρων τῶν ἐπωνυμιέων Hdt.2.17
; to be zealous for, [ μάχης] S.OC 424; ;κοινῇ τῆς σωτηρίας X.An.6.3.17
, etc.3 come next to, follow closely, ib.1.8.4;ἕπεσθαι ἐχομένους ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Id.Cyr.7.1.9
; of peoples or places, to be close, border on, c. gen., Hdt.4.169, Th.2.96, etc.; freq. in part., τὴν ἐχομένην [τῶν νεωρίων] στοάν Aen. Tact.11.3; οἱ ἐ. the neighbouring people, Hdt.1.134; ὁ ἐχόμενος the next man, Aen.Tact.22.27; of Time, τὸ ἐχόμενον ἔτος the next year, Th.6.3;ὁ ἐ. διαλογισμός PRev.Laws 16.15
(iii B.C.); τὰ ἐχόμενα τούτοις what follows, Pl.Grg. 494e (withoutτούτοις Isoc.6.29
).5 pertain to,ὅσα ἔχεται τῶν αἰσθήσεων Pl.Lg. 661b
;ἃ διδασκάλων εἴχετο Id.Prt. 319e
;ὅσα τέχνης ἔχεται Id.Men. 94b
, etc.: esp. in Hdt. in periphrases, τὰ τῶν ὀνειράτων, καρπῶν ἐχόμενα, 1.120, 193;ὀρνίθων ἢ ἰχθύων 2.77
; σιτίων, ἐσθῆτος, 3.25,66.II bear or hold for oneself, κρήδεμνα ἄντα παρειάων σχομένη before her cheeks, Od.1.334; ἀσπίδα πρόσθ' ἔσχετο his shield, Il.12.294, cf. 298, 20.262.IV keep oneself back, abstain or refrain from, ἀϋτῆς, μάχης, 2.98, 3.84;βίης Od.4.422
;ἐχώμεθα δηϊοτῆτος ἐκ βελέων Il.14.129
;τῆς ἀγωγῆς Hdt.6.85
;τῆς τιμωρίης Id.7.169
;τῶν ἀθίκτων S.OT 891
(lyr., s.v.l.): c.inf., A.R.1.328; ; κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι to keep one's hands from ill, Od.22.316;Μενέλεω σχέσθαι χέρα E.Rh. 174
: abs., σχέο, σχέσθε, hold! cease! Il.21.379, 22.416.V [voice] Pass. ofἔχω B. 1
, ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα are balanced on.., Hdt.6.11.------------------------------------ἔχω (B), -
11 σφάλλω
Aσφᾰλῶ Th.7.67
: [tense] aor. 1 ἔσφηλα, [dialect] Ep.σφῆλα Od.17.464
, [dialect] Dor.ἔσφᾱλα Pi.P.8.15
: but the intrans. , Si.13.22, Am.5.2, opt. σφάλαι ib.Jb. 18.7, are prob. forms of a Hellenistic [tense] aor. 1 Εσφᾰλα (presupposing Εσφᾰλον as ἦλθα presupposes ἦλθον, etc.): [tense] pf.ἔσφαλκα Plb.8.9.2
:— [voice] Pass., [tense] fut.σφᾰλήσομαι S.Tr. 719
, 1113, Th.3.14, etc.; freq. in med. form σφᾰλοῦμαι, S.Fr. 588, X.Smp.2.26: [tense] aor. ἐσφάλην [ᾰ] Alc.Supp. 27.13 (prob.), Hdt.4.140, Th.8.24, etc.; ἐσφάλθην only in Gal.5.62: [tense] pf. , Pl.Cra. 436c: [tense] plpf.ἔσφαλτο Th.7.47
:— make to fall, overthrow, properly by tripping up, trip up in wrestling, ;οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Od.17.464
;Ἕκτορα Pi.O.2.81
;ἀλλάλους σφάλλοντι παλαίμασι Theoc.24.112
; [ πώλους] E.Hipp. 1232;γόνυ τινός Id.Heracl. 128
;τινὰ γνύξ A.R.3.1310
;τινὰ ἐπὶ τὴν γῆν D.S.14.23
; τὸ μὴ ὑπερπίνειν ἧττον ἂν καὶ σώματα καὶ γνώμας ς. X.Cyr.8.8.10, cf. 1.3.10 ([voice] Pass.); σ. ναῦς throw them on their beam-ends, Plu.Them.14, cf. Polyaen.3.11.13; [ ἵπποι] ἔσφηλαν (gnomic [tense] aor.) τὸν ἀναβάτην throw him, X.Eq.3.9:—[voice] Pass., to be tripped up,Φρυνίχου παλαίσμασιν Ar. Ra. 689
(troch.); of a drunken man, σφαλλόμενος προσέρχεται reeling, staggering, Id.V. 1324, cf. Heraclit. 117;σ. ὑπὸ οἴνου X.Lac.5.7
, cf. AP11.26 (Marc. Arg.);σ. ἵππος Plu.Phil.18
; σ. [ ἱππεύς] is thrown, X. Eq.7.7.II generally, cause to fall, overthrow,βία καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν Pi.P.8.15
;ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σ. τινά Hdt.7.16
.ά; σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς S.El. 416
;σφάλλω.. ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα E.Hipp.6
; [ὀργὴ] πλεῖστα.. σ. βροτούς Id.Fr.31
; ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σ. τινά, Th.1.122, 2.87: abs.,ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν E.Hipp. 262
(anap.): also of things,ἁμαρτίαι σ. τὴν σωτηρίαν S.Fr. 192
;δειναὶ τύχαι σ. δόμους E.Med. 198
(anap.);σ. τὰς πόλεις Th.3.37
, etc.;σ. δίκαν E.Andr. 780
(lyr.); σφάλλων, name of a throw of the dice, Eub.57.5 (s. v.l.):—[voice] Pass., to be overthrown, fall, esp. of persons falling from high fortunes,σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Chaerem. 26
, cf. S.Tr. 297, 719, E.Fr.262.2, etc.; ἢν σφαλῇ [ ἡ Ἑλλάς] Hdt.7.168; ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, opp. κατορθοῦν, Th.1.140, cf. Ar. Ra. 736 (troch.), Pl. 351;σφαλλομένους ἐπανορθῶν X.Mem.2.4.6
;ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Th.2.87
, cf. 43; ὑπὸ νόσων, ἐρώτων, μέθης ἐσφαλμένος, Pl.R. 396d; ὑπὸ χρόνων τι ς. suffer from length of time, Id.Lg. 769c: c. dat. modi,σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Th.6.10
;τοῖς ἀγῶσι Id.7.61
;τοῖς ὅλοις Plb.1.43.8
: with a Prep.,ἐν τῇ μάχῃ X. HG7.2.2
, cf. Hdt.7.50;τι ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg. 461d
; ;περί τινος Plu.2.164c
: with neut. Adj.,σφάλλεσθαι ἓν μέγα Pl.Lg. 648e
; ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ' ἐσφάλη this mishap took place by means of.., S.Aj. 1136; οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί I shall not fail in thy business, Id.Tr. 621.III baffle, balk, frustrate, of an oracle, Hdt.7.142;θεὰ ἤδη μ'.. ἔσφηλεν S.Aj. 452
, cf. E.Alc.34 (anap.), Andr. 223; ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν ς. Aeschin.3.125:— [voice] Pass., err, go wrong, be mistaken,κατὰ γνώμην Hdt.7.52
: abs., S.El. 1481, E.IA 1541, etc.; μῶν ἐσφάλμεθ'; am I mistaken? Id.Andr. 896;ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Isoc.1.32
;γνώμῃ σφαλέντες Th.4.18
; διανοίᾳ ς. Pl.Sph. 229c; so σ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμόν, Clearch.23, Plu. Sull.15: c. inf., οὐκ ἂν σφαλείη.. ἑλέσθαι be led astray into choosing, Id.2.711b.2 [voice] Pass. also, c. gen. rei, to be balked of or foiled in a thing, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; A.Eu. 717; γάμων, δόξης, τύχης, E.Or. 1078, Med. 1010, Ph. 758;τῆς δόξης Th.4.85
;τοῦ αὐχήματος Id.7.66
, cf. 5.110;οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Pl.Cra. 436c
;τῶν πραγμάτων ᾗ ἔχει Id.Hp.Mi. 372b
; ἀνδρός lose him, S.Tr. 1113;τοῦ παντός Plu.Brut.20
:— σφάλλειν τινὰ ἀπ' ἐλπίδος cast him down from his hope, Luc.Dem.Enc.29. -
12 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
13 διά
διά, poet. [full] διαί ([dialect] Aeol. [full] ζά, q.v.), Prep. governing gen. and acc.— Rad. sense,A through; never anastroph. [Prop. δῐᾰ: but Hom. uses [pron. full] ῑ at the beginning of a line, Il.3.357, 4.135, al.: also ᾱ, metri gr., freq. in Hom., for which A. uses [full] διαί in lyr., Ag. 448, al.]A WITH GEN.I of Place or Space:1 of motion in a line, from one end to the other, right through, in Hom. freq. of the effect of weapons,διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε.. ἔγχος καὶ διὰ θώρηκος.. Il. 3.357
; ;δι' ὤμου.. ἔγχος ἦλθεν 4.481
; in Prose,τιτρώσκειν διὰ τοῦ θώρακος X.An.1.8.26
; διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ ib.7.4.16: also of persons, διὰ Σκαιῶν πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους out through the Scaean gate, Il.3.263; δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν quite through the lower air even to the ether, Il.14.288, cf. 2.458; διὰ Τρώων πέτετο straight through them, 13.755;δι' ὄμματος.. λείβων δάκρυον S.OC 1250
, etc.: also in Compos. with πρό and ἐκ, v. διαπρό, διέκ: in adverbial phrases, διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν: throughout,Th.
1.14; idly,Id.
4.126, etc. (cf.111.1.c).2 of motion through a space, but not in a line, throughout, ouer,ἑπόμεσθα διὰ πεδίοιο Il.11.754
;δι' ὄρεσφι 10.185
, al.; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθε through all his frame, 11.398;τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118
;δι' ὁμίλου Il.6.226
, etc.;θορύβου διὰ τῶν τάξεων ἰόντος X.An.1.8.16
, cf. 2.4.26, etc.; later, in quoting an authority,ἱστορεῖ δ. τῆς δευτέρας
in the course of..,Ath.
10.438b.3 in the midst of, Il.9.468;κεῖτο τανυσσάμενος δ. μήλων Od.9.298
; between,δ. τῶν πλευρέων ταμόντα Hp.Morb.2.61
: hence, of pre-eminence,ἔπρεπε καὶ δ. πάντων Il.12.104
;τετίμακε δι' ἀνθρώπων Pi.I.4(3).37
;εὐδοκιμέοντι δ. πάντων Hdt.6.63
, cf. 1.25, etc.4 in Prose, sts. of extension, along,παρήκει δ. τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτή Id.4.39
(but πέταται δ. θαλάσσας across the sea, Pi.N.6.48);λόφος, δι' οὗ τὸ σταύρωμα περιεβέβληντο X.HG7.4.22
.5 in Prose, of Intervals of Space, δ. τριήκοντα δόμων at intervals of thirty layers, i. e. after every thirtieth layer, Hdt.1.179; δ. δέκα ἐπάλξεων at every tenth battlement, Th.3.21; cf. infr. 11.3: of a single interval, δ. πέντε σταδίων at a distance of five stades, Hdt.7.30, cf. 198; δ. τοσούτου μᾶλλον ἢ δ. πολλῶν ἡμερῶν ὁδοῦ at so short a distance, etc., Th.2.29; δ. πολλοῦ at a great distance apart, Id.3.94;δ. πλείστου Id.2.97
;δι' ἐλάσσονος Id.3.51
;ὕδατα δ. μακροῦ ἀλόμενα Hp.
Aër.9, etc.II of Time,1 of duration from one end of a period to the other, throughout, δ. παντὸς [τοῦ χρόνου] Hdt.9.13;δι' ὅλου τοῦ αἰῶνος Th.1.70
;δι' αἰῶνος S.El. 1024
;δι' ἡμέρας ὅλης Ar. Pax 27
;δι' ὅλης τῆς νυκτός X.An.4.2.4
, etc.: without an Adj., δι' ἡμέρης all day long, Hdt.1.97;δ. νυκτός Th.2.4
, X.An.4.6.22 (but δ. νυκτός in the course of the night, by night, Act.Ap.5.19, PRyl.138.15 (i A. D.), etc.);δ. νυκτὸς καὶ ἡμέρας Pl.R. 343b
; δι' ἐνιαυτοῦ, δι' ἔτους, Ar.Fr.569.8, V. 1058;δ. βίου Pl.Smp. 183e
, etc.;δ. τέλους
from beginning to end,A.
Pr. 275, Pl.R. 519c, etc.: with Adjs. alone,δ. παντός
continually,A.
Ch. 862 (lyr.), etc.; δι' ὀλίγου for a short time, Th.1.77;δ. μακροῦ E.Hec. 320
;ὁ δ. μέσου χρόνος Hdt. 8.27
.2 of the interval which has passed between two points of Time, δ. χρόνου πολλοῦ or δ. πολλοῦ χρ. after a long time, Id.3.27, Ar.Pl. 1045;δ. μακρῶν χρόνων Pl.Ti. 22d
: without an Adj., δ. χρόνου after a time, S.Ph. 758, X.Cyr.1.4.28, etc.; δι' ἡμερῶν after several days, Ev.Marc.2.1; and with Adjs. alone,δι' ὀλίγου Th.5.14
;οὐ δ. μακροῦ Id.6.15
,91;δ. πολλοῦ Luc.Nigr.2
, etc.: with Numerals,δι' ἐτέων εἴκοσι Hdt.6.118
, cf. OGI56.38 (iii B. C.), etc.: but δ. τῆς ἑβδόμης till the seventh day, Luc.Hist.Conscr.21: also distributively, χρόνος δ. χρόνου προὔβαινε time after time, S.Ph. 285;ἄλλος δι' ἄλλου E.Andr. 1248
.3 of successive Intervals, δ. τρίτης ἡμέρης every other day, Hdt.2.37; δ. τρίτου ἔτεος ib.4, etc.; δ. πεντετηρίδος every four years (with inclusive reckoning), Id.3.97; δι' ἔτους πέμπτου, of the Olympic games, Ar.Pl. 584 (but δι' ἑνδεκάτου ἔτεος in the course of the eleventh year, Hdt.1.62).III causal, through, by,a of the Agent, δι' ἀλλέλων or -ου ἐπικηρυκεύεσθαι, ποιεῖσθαι, by the mouth of.., Id.1.69,6.4, cf. 1.113;δι' ἑρμηνέως λέγειν X.An.2.3.17
, etc.;τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου δ. τοῦ προφήτου Ev.Matt.1.22
;δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ δ. βίας ποιεῖσθαι Pl.Phlb. 58b
; πεσόντ' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός by her doing, A.Ag. 448 (lyr.);ἐκ θεῶν γεγονὼς δ. βασιλέων πεφυκώς X.Cyr.7.2.24
; δι' ἑαυτοῦ ποιεῖν τι of oneself, not by another's agency, ib.1.1.4, etc.; but also, by oneself alone, unassisted, D.15.14, cf. 22.38.b of the Instrument or Means, δ. χειρῶν by hand (prop. by holding between the hands),δι' ὁσίων χ. θιγών S. OC 470
; also δ. χερῶν λαβεῖν, δ. χειρὸς ἔχειν in the hand, Id.Ant. 916, 1258 (but τὰ τῶν ξυμμάχων δ. χειρὸς ἔχειν to keep a firm hand on, Th.2.13);δ. στέρνων ἔχειν S.Ant. 639
;ἡ ἀκούουσα πηγὴ δι' ὤτων Id.OT 1387
;δ. στόματος ἔχειν X.Cyr.1.4.25
;δ. μνήμης ἔχειν Luc.Cat.9
;αἱ δ. τοῦ σώματος ἡδοναί X.Mem.1.5.6
; δ. λόγων συγγίγνεσθαι to hold intercourse by word, Pl.Plt. 272b;δ. λόγου ἀπαγγέλλειν Act.Ap.15.27
;δι' ἐπιστολῶν 2 Ep.Cor.10.9
, POxy. 1070.15 (iii A. D.).c of Manner (where διά with its Noun freq. serves as an Adv.),δ. μέθης ποιήσασθαι τὴν συνουσίαν Pl.Smp. 176e
; παίω δι' ὀργῆς through passion, in passion, S.OT 807; δ. τάχους, = ταχέως, Id.Aj. 822, Th.1.63 (but δ. ταχέων ib.80, al.); δ. σπουδῆς in haste, hastily, E.Ba. 212; δι' αἰδοῦς with reverence, respectfully, ib. 441; δ. ψευδῶν ἔπη lying words, Id.Hel. 309; αἱ δ. καρτερίας ἐπιμέλειαι long-continued exertions, X.Mem.2.1.20; δι' ἀκριβείας, δ. πάσης ἀκρ., Pl.Ti. 23d, Lg. 876c;δ. σιγῆς Id.Grg. 450c
;δ. ξυμφορῶν ἡ ξύμβασις ἐγένετο Th.6.10
;οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται Aeschin.3.121
;δι' αἵματος, οὐ δ. μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν Plu.Sol.17
: also with Adjs., δ. βραχέων, δ. μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, Isoc.14.3, Pl.Grg. 449b; ἀποκρίνεσθαι δ. βραχυτάτων ibid. d; cf. infr. IV.2 in later Prose, of Material out of which a thing is made, ; ;βρώματα δ. μέλιτος καὶ γάλακτος γιγνόμενα Ath.14.646e
;οἶνος δ. βουνίου Dsc. 5.46
.IV διά τινος ἔχειν, εἶναι, γίγνεσθαι, to express conditions or states, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων extending through every kind of contest, Hdt.2.91;δι' ἡσυχίης εἶναι Id.1.206
; δι' ὄχλου εἶναι to be troublesome, Ar.Ec. 888;δ. φόβου εἶναι Th.6.59
;δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι X.Hier.9.2
; ἡ ἐπιμέλεια δ. χάριτος γίγνεται ibid.;δ. μιᾶς γνώμης γίγνεσθαι Isoc.4.138
.b with Verbs of motion, δ. μάχης ἐλεύσονται will engage in battle, Hdt.6.9;ἐλθεῖν Th.4.92
; δ. παντὸς πολέμου, δ. φιλίας ἰέναι τινί, X.An.3.2.8; δ. δίκης ἰέναι τινί go to law with.., S.Ant. 742, cf. Th.6.60;δ. τύχης ἰέναι S.OT 773
;δι' ὀργῆς ἥκειν Id.OC 905
; ἐμαυτῷ δ. λόγων ἀφικόμην I held converse with myself, E.Med. 872; δ. λόγων, δ. γλώσσης ἰέναι come to open speech, Id.Tr. 916, Supp. 112; δ. φιλημάτων ἰέναι come to kissing, Id.Andr. 416;δ. δικαιοσύνης ἰέναι καὶ σωφροσύνης Pl.Prt. 323a
, etc.; δ. πυρὸς ἰέναι (v. πῦρ): in pass. sense, δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι to be hated by.., A.Pr. 121 (anap.).c with trans. Verbs, δι' αἰτίας ἔχειν or ἄγειν τινά hold in fault, Th.2.60, Ael.VH9.32;δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.2.37
, etc.;δ. φυλακῆς ἔχειν τι Id.7.8
; δι' οἴκτου ἔχειν τινά, δι' αἰσχύνης ἔχειν τι, E.Hec. 851, IT 683;δ. πένθους τὸ γῆρας διάγειν X.Cyr.4.6.6
; .B WITH Acc.I of Place, only Poet., in same sense as διά c. gen.:1 through,ἓξ δὲ δ. πτύχας ἦλθε.. χαλκός Il.7.247
;ἤϊξε δ. δρυμὰ.. καὶ ὕλην 11.118
, cf. 23.122, etc.; δ. τάφρον ἐλαύνειν across it, 12.62;δ. δώματα ποιπνύοντα 1.600
;ἐπὶ χθόνα καὶ δ. πόντον βέβακεν Pi.I.4(3).41
;φεύγειν δ. κῦμ' ἅλιον A.Supp.14
(anap.).2 through, among, in,οἴκεον δι' ἄκριας Od.9.400
;ἄραβος δὲ δ. στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375
(but μῦθον, ὃν.. δ. στόμα.. ἄγοιτο through his mouth, 14.91; soδ. στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes.Th.65
;ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ' ἔχει δ. στόμα Ar.Lys. 855
);δ. κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th. 631
; (lyr.).II of Time, also Poet.,δ. νύκτα Il.2.57
, etc.; δ. γλυκὺν ὕπνον during sweet sleep, Mosch.4.91.III causal:1 of persons, thanks to, by aid of,νικῆσαι δ... Ἀθήνην Od.8.520
, cf. 13.121;δ. δμῳὰς.. εἷλον 19.154
; δ. σε by thy fault or service, S.OC 1129, Ar.Pl. 145, cf. 160, 170: in Prose, by reason of, on account of,δ' ἡμᾶς Th.1.41
, cf. X.An.7.6.33, D.18.249;οὐ δι' ἐμαυτόν And.1.144
; so εἰ μὴ διά τινα if it had not been for..,εἰ μὴ δι' ἄνδρας ἀγαθούς Lys.12.60
;Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ δ. τὸν πρύτανιν ἐνέπεσεν ἄν Pl.Grg. 516e
, cf. D.19.74;εἰ μὴ δ. τὴν ἐκείνου μέλλησιν Th.2.18
, cf. Ar.V. 558;πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθαι δι' Ὅμηρον Pi.N.7.21
.2 of things, to express the Cause, Occasion, or Purpose, δι' ἐμὴν ἰότητα because of my will, Il.15.41;Διὸς μεγάλου δ. βουλάς Od.8.82
; δι' ἀφραδίας for, through want of thought, 19.523;δι' ἀτασθαλίας 23.67
; δι' ἔνδειαν by reason of poverty, X. An.7.8.6; δ. καῦμα, δ. χειμῶνα, ib.1.7.6;δι' ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν Pl. Prt. 360b
, etc.: freq. also with neut. Adjs., δ. τί; wherefore?; δ. τοῦτο, δ. ταῦτα on this account; δι' ὅ, δι' ἅ on which account; δ. πολλά for many reasons, etc.3 = ἕνεκα, to express Purpose, δἰ ἀχθηδόνα for the sake of vexing, Th.4.40, cf. 5.53; δ. τὴν τούτου σαφήνειαν with a view to clearing this up, Pl.R. 524c, cf. Arist.EN 1172b21; αὐτή δι' αὑτήν for its own sake, Pl.R. 367b, etc.C WITHOUT CASE as Adv. throughout, δ. πρό (v. supr. A.I.I);δ. δ' ἀμπερές Il.11.377
.D IN COMPOS.:I through, right through, of Space, διαβαίνω, διέχω, διιππεύω.II in different directions, as in διαπέμπω, διαφορέω; of separation, asunder, διαιρέω, διαλύω; of difference or disagreement, at variance, διαφωνέω, διαφέρω; or simply mutual relation, one with another, διαγωνίζομαι, διάδω, διαθέω, διαπίνω, διαφιλοτιμέομαι.III pre-eminence, διαπρέπω, διαφέρω.IV completion, to the end, utterly, διεργάζομαι, διαμάχομαι, διαπράττω, διαφθείρω: of Time, διαβιόω.V to add strength, thoroughly, out and out, διαγαληνίζω, etc.; cf. ζά.VI of mixture, between, partly, esp. in Adj., as διάλευκος, διάχρυσος, διάχλωρος, etc.VII of leaving an interval or breach, διαλείπω, διαναπαύω. (Cogn. with δύο, δίς.) -
14 διαχεω
(aor. διέχεα - эп.-ион. διέχευα)1) разливать, переливать2) pass. стекать(ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος Plut.)
(χῶμα διαχεῖται Thuc.)
4) разделять, разъединять(τὰ συγκεκριμένα Plat.)
5) разрубать, рассекать(βοῦν ἅπαντα Hom.)
6) растворять, распускать или разрежать(ἥ θερμότης διαχεῖ τὸν ἀέρα Arst.)
; растворяться(τὰ φάρμακα διαχοῦνται Arst.)
7) pass. испаряться8) pass. таять(διαχεῖται ἥ χιών Xen.)
9) pass. расходиться, распространяться10) pass. разбегаться(οἱ στρατιῶται διαχέοντο Xen.)
11) pass. разлагаться, истлевать(ὅ νεκρὸς τεταριχευμένος οὐδὲν διεχέετο Her.)
12) расслаблятьδιακεχυμένος Plut. — развязный13) ослаблять, притуплять(τέν αἴσθησιν τοῦ ἁπτομένου Plut.)
14) смягчать, успокаивать, утешать(λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.)
διακεχυμένος τῷ προσώπῳ или διακεχυμένῳ προσώπῳ Plut. — с веселым лицом;εὐφραινόμενος διαχεῖται Plat. — он преисполнен радости15) разрушать, расстраивать(τὰ βεβουλευμένα τινός Her.)
-
15 διαχέω
A- χύσω Gp.7.8.4
: [tense] aor. -έχεα, [dialect] Ep. - έχευα (the only tense used by Hom.):—pour different ways, scatter,τὸν χοῦν Hdt.2.150
.b in Hom., cut up a victim into joints,αῖψ' ἄρα μιν διέχευαν Od.3.456
, cf. Il.7.316, al.;χαλκὸς ἔγκατα διέχευεν Theoc.22.203
.2 disperse,τὰ συγκεκριμένα Pl.Phlb. 46e
;ἡ θερμότης δ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr. 869a15
; melt, fuse,χαλκόν Paus.9.41.1
; liquefy, opp. πηγνύναι, Pl.Ti. 46d;νῆα.. διέχευαν ἄελλαι A.R.3.320
; δ. ἀποστήματα disperse abscesses, Thphr.Od. 59(61); δ. ἴχνη to destroy the scent, X.Cyn.5.3:—[voice] Pass., ib.8.1:—also [voice] Med., dissolve, Nic. Al. 373.3 metaph., confound,τὰ βεβουλευμένα Hdt.8.57
.II more freq. in [voice] Pass., to be poured from one vessel into another, Hdt.6.119.3 to be dissolved, liquefied, X.Cyn. 8.1, Arist.Pr. 890b17, etc.; of a corpse, Hdt.3.16; disperse, of soldiers, X.HG7.4.34; of humours, Hp.Epid.4.45.4 metaph., to be or become diffused or relaxed, εὐφραινόμενον -χεῖται, opp. λυπούμενον συσπειρᾶται, Pl.Smp. 206d;ὑπὸ μέθης διακεχυμένος Id.Lg. 775c
, cf. Plb.8.27.4; [αἱ ἐπιθυμίαι] οὐ διαχέονται Epicur.Sent.30
;μαλακὸν καὶ διακεχυμένον βλέπειν Arist.Phgn. 813a26
;φαιδρὸν καὶ δ. πρόσωπον Plu.Alex.19
; τῆς ψυχῆς τὸ παθητικὸν διακεχυμένον ὑπὸ τοῦ λόγου Zeno ap.eund.2.82f, cf. Tryph. Trop.p.205S. -
16 ἐξανίστημι
I causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor.1:1 raise up,τοὺς θανόντας S.El. 940
; make one rise from his seat, Pl.Prt. 310a; bid one rise from suppliant posture,ἐγώ σ' ἕδρας ἐκ τῆσδε.. ἐξαναστήσω E.Andr. 263
, cf. 267; ἐ. τὴν ἐνέδραν order the men in ambush to rise, X.HG4.8.37.2 make a tribe emigrate, remove or expel, ἐ. τινὰς ἐκ τῶν νήσων, ἐξ ἠθέων, etc., Hdt.1.171, 5.14, etc.;ἄνδρας δόμων S.Ant. 297
; ἐ. πόλεως bid one depart from.., Id.OC47; simplyἐ. τινάς Hdt.6.127
, Th.4.98, etc. (v. infr.11.2).4 ἐ. θηρία rouse them from their lair, X.Cyr. 2.4.20.5 τουτὶ ἐ., erigere penem, E.Cyc. 169.II intr. in [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Act.:1 stand up from one's seat, Hdt.3.142;ἐκ τοῦ θρόνου Id.5.72
, cf. Pl.Ly. 211a;θάκων X.Hier. 7.7
; ὁδῶν τινί, in courtesy, Id.Smp.4.31; rise to speak, S.Ph. 367; rise from ambush, : without λόχου, Th.3.107; rise after dinner, Pl.R. 328a, etc.;πρὸ μέθης Isoc.1.32
; from bed, ;ἐξ εὐνῆς X.Oec.10.8
; ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν let us rise and go into.., Pl.Prt. 311a;εἰς περίπατον X.Smp.9.1
.2 c. gen., arise and depart from, emigrate from,Λακεδαίμονος Pi.P.4.49
, cf. E. Andr. 380;ἐκ τῆς γῆς τῆσδε Hdt.4.115
: abs., break up, depart, Th. 7.49, etc.3 to be driven out from one's home, to be forced to emigrate,ἐξ ἠθέων ὑπό τινος Hdt.1.15
, cf. 56, al.; .4 of places, to be depopulated, ;Τροίης ἐξανεστάθη βάθρα E.Hel. 1652
, cf. D.16.25.5 rise to go to stool, Hp.Epid.1.26.δ, etc.6 rise from the plain, of a mountain, Plb.1.56.4.b so of ulcers, rise, Aret.SD2.13; of an excrescence,κέρχνος ἐ. S.Fr. 279
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανίστημι
-
17 καταφέρω
Aκατοίσω Plu.Per.28
, - οίσομαι Il.22.425: [tense] aor. 1 , inf. -ενεγκεῖν Plb.1.62.9
; [dialect] Dor. (Delph.):— bring down, once in Hom., οὗ μ' ἄχος ὀξὺ κατοίσεται Ἄϊδος εἴσω will bring me down to the grave, Il.l.c.; (lyr.); of rivers, κ. χρυσίον, γῆν, Arist.Mir. 833b17, Pr. 935a16: Com.,ὁ Κρᾶθις ἡμῖν κ. μάζας Metag. 6.1
; esp. of cutting instruments,κ. τὴν σμινύην Ael.NA11.32
; τὴν δίκελλαν, τὴν σφῦραν, Luc. Tim.7, Prom.2: c. dat. obj., κ. τὸ ξίφος τῷ πολεμίῳ let it fall upon him, Plu.2.236e: c. gen.,τὴν ἅρπην τῆς ἰξύος Ach.Tat.1.3
;τῶν γνάθων τὸ ξυρόν Alciphr.3.66
: metaph.,ψόγον τινός LXX Ge.37.2
: abs., hew downwards, deal a blow, Luc.DDeor. 8, Somn.3;κ. πληγήν Id.Tim.40
, cf. D.S.11.69 (but also (ii B.C.)).f carry down, in reckoning, etc.,πλῆθος ἀμήχανον ἐτῶν Plu.Num.18
;τὸ τῆς εὐδαιμονίας εἰς τὰ ζῷα Plot. 1.4.1
.2 [voice] Pass., to be brought down by a river, of gold dust, Hdt. 1.93; from an upper story, D.47.63; to move downwards with violence, to be discharged, of humours, Hp.Epid.6.8.18; to be couched, of a cataract, -ενεχθέντος τοῦ ὑποχύματος Gal.7.89
.b descend, sink, Arist.HA 590b8; κ. ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ἡ ἡμέρα, ib. 552b21, Plu.Nic.21, Tim.12; κ. ὁ λύχνος is near going out, Id.Caes.69; κ. [ ἡ ἄμπελος] is perishing, Thphr.HP4.13.5; of dancers,κ. ἐπὶ γῆν Critias 36
D., cf. Democr.228; of a sick person,κ. καθάπερ νεκρόν Gal.7.591
; but ἐπὶ πόδας, of a patient in bed, Id.18(2).60.c fall, flow down, of rain or rivers, Gp.5.2.16, Hsch.s.v. Πεντέλεια.e to be weighed down, ἐν τοῖσιν ὕπνοισι v.l. in Hp.Epid.4.45, cf. 5.50;κ. καὶ νυστάζειν Arist.Somn.Vig. 456b31
;ἐς ὕπνον Luc.DMeretr.2.4
;ὕπνῳ βαθεῖ Act.Ap.20.9
, cf. Philostr. Gym.54;ὑπὸ μέθης Ath.11.461c
: abs., drop asleep, opp. ἐγείρεσθαι, Arist. GA 779a9, Insomn. 462a10; to be semi-comatose,ἀγρυπνεῖν τε ἅμα καὶ -εσθαι Gal.16.497
.2 of a storm, drive to land, , cf. Plb.3.24.11:— [voice] Pass., , cf. 3.69: generally, in [voice] Pass., to be landed, discharged, of cargoes, PFlor. 278ii 13 (iii A.D.), etc.III [voice] Pass., metaph., to be brought to a point, ἐπὶ γνώμην, ἐλπίδα, etc., Plb.30.19.13, 6.9.3, Plot.2.6.1;ἐπὶ τὰς αὐτὰς διανοίας D.H.Lys.17
, cf. Phld.Mort.29, al.: abs. (cf.καταφορά 11.3
), ib.30:—also [voice] Act., have recourse,ἐπ' οὐθὲν ψεῦδος Id.Rh.1.159
S.2 tend,ἡ [σύνταξις] ἐπὶ τὸ προστακτικὸν φύσει κ. A.D.Synt.232.8
; τῶν ῥημάτων -φερομένων εἰς τὴν ἐπὶ τέλους βαρεῖαν ib. 134.25.V intr. in [voice] Act., to be prone, inclined,κ. εἰς τὰς γυναῖκας POxy.465.146
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφέρω
-
18 ἀλλοιόω
ἀλλοιόω, verändern, z. B. Plat. neben μεταβάλλειν Rep. II, 381 b; Polyb. öfter; viel häufiger pass., verändert werden, ἄλλην τινὰ ἀλλοίωσιν ἀλλοιοῠσϑαι Plat. Theaet. 181 d, eine andere Veränderung erleiden; ἠλλοίωντο τὰς γνώμας Thuc. 2, 59; vgl. Pol. 3, 103, 6; mit dem gen., ἀλλοιοῠσϑαι ἑαυτοῠ Parm. 139 a; vgl. ἀλλοῖος; Xen. ἀλλοιοῠταί τι τῆς καλῆς παρασκευῆς, es ändert sich etwas an der schönen Rüstung, zum schlechten, Cyr. 3, 3, 9; ἠλλοιωμένης Eur. Suppl. 968, verwandelt; Plat. Rep. II. 381 d; ὑπὸ μέϑης, berauscht, Pol. 8, 29, 5; Sp., wie Dio C., = alienare.
-
19 ἀπειρία
A want of skill, inexperience, ignorance, Hp. Lex4, Th.1.80; ; ap. Arist.Metaph. 981a5;ὑπὸ ἀπειρίας Pl.Tht. 167b
;δι' ἀπειρίαν Id.Grg. 518d
.2 c. gen. rei,τοῦ θανεῖν E.Fr.816.10
; ἀ. μέθης want of skill to carry it discreetly, Antipho 4.3.2;ἀ. ἔργου And.3.2
;μουσικῆς ἀπειρίᾳ Philetaer.18
; ; ἀπειρείῃσι νόοιο (sic) Epigr.Gr.1078.5 ([place name] Adana).------------------------------------A infinity, infinitude,τὴν τῶν ὁμοιομερῶν ἀ. Anaxag.
ap. Arist.Metaph. 988a28; opp. πέρας, Pl.Phlb. 16c;ἡ ἀ. καὶ ὁ αἰών Metrod.37
, cf. Phld.D.3.11;ἀ. χρόνου Pl.Lg. 676a
;ἀ. τῶν κόσμων Epicur.Ep.1p.9U.
;τῶν ἀτόμων Dam.Pr.98
;τῶν ἀριθμῶν Ph. 1.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπειρία
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
καταλογισμός — (Νομ.). Η κρίση ότι ένα γεγονός το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος μπορεί να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε. Γενικά, κάθε άνθρωπος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του… … Dictionary of Greek